- επιπλουργία
- ηεπιπλοποιία.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιπλουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ιω. Καμπούρογλου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιπλουργικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην επιπλουργία («επιπλουργικά εργαλεία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιπλουργία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
επιπλοποιία — η 1. η τέχνη τής κατασκευής επίπλων, η επιπλουργία 2. το επάγγελμα τού επιπλοποιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιπλοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Θ. Καΐρη] … Dictionary of Greek
επιπλοποιός — ο τεχνίτης που κατασκευάζει έπιπλα, ειδικός στην επιπλουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < έπιπλο(ν) + ποιός < ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Όθωνα Φωστηρόπουλο] … Dictionary of Greek